Βιοκαύσιμα: Το τραγικό οικολογικό και κοινωνικό παράδειγμα της Αμερικής


Miguel Altieri

Καθηγητής Αγροτικής Οικολογίας
Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια,
Berkeley

Elizabeth Bravo

Δίκτυο για μια Λατινική Αμερική Ελεύθερη από Μεταλλαγμένα
Quito, Ισημερινός

Tα έθνη του ΟΟΣΑ- Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, που αποτελούν 56% της κατανάλωσης ενέργειας του πλανήτη, χρειάζονται απελπισμένα την αντικατάσταση του πετρελαίου με άλλα υγρά καύσιμα. Οι παγκόσμιοι ρυθμοί πετρελαιοπαραγωγής αναμένονται να φτάσουν το μέγιστο τους αυτό τον χρόνο, και ο διεθνής ανεφοδιασμός θα ελαττωθεί πιθανώς σημαντικά τα επόμενα πενήντα έτη. Υπάρχει επίσης μεγάλη ανάγκη να βρεθούν υποκατάστατα των ορυκτών καυσίμων, τα οποία είναι από τους σημαντικότερους συνεισφέροντες στη παγκόσμια κλιματική αλλαγή μέσω της εκπομπής CO2 και άλλων αερίων του θερμοκηπίου.

Τα βιοκαύσιμα έχουν διαφημιστεί ως η ελπιδοφόρος εναλλακτική λύση του πετρελαίου. Η βιομηχανία, οι κυβερνήσεις και οι επιστημονικοί θιασώτες των βιοκαυσίμων υποστηρίζουν ότι θα χρησιμεύσουν ως εναλλακτική λύση για τη πετρελαϊκή κρίση, θα μετριάσουν τη κλιματική αλλαγή μειώνοντας τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, ενισχύοντας τα εισοδήματα των αγροτών και προωθώντας την αγροτική ανάπτυξη. Ωστός,ο η εκτενής έρευνα και οι ανάλυσεις που πραγματοποιούνται από σεβαστούς οικολόγους και κοινωνικούς επιστήμονες προτείνουν ότι η μεγάλης κλίμακας βιομηχανική ανάπτυξη των βιοκαυσίμων θα είναι καταστρεπτική για τους αγρότες, το περιβάλλον, τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και τους καταναλωτές, ιδιαίτερα, τους φτωχούς.

Σε αυτή την ανάλυση εξετάζουμε τις οικολογικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της παραγωγής βιοκαυσίμων. Υποστηρίζουμε πως, αντίθετα στις ψεύτικες αξιώσεις των εταιριών που προάγουν αυτά τα "πράσινα καύσιμα," η μαζική καλλιέργεια καλαμποκιού, ζαχαροκάλαμου, σόγιας, φοινικέλαιου και άλλων καλλιεργειών που ωθούνται προς το παρόν από τη βιομηχανία των βιοκαυσίμων – με την πρόθεση να είναι όλα γενετικά τροποποιημένα- δεν θα μειώσει τις εκπομπές των αέριων του θερμοκηπίου, αλλά θα μετατοπίσει από τις εστίες τους δεκάδες χιλιάδες αγροτών, θα μειώσει την ασφάλεια τροφίμων σε πολλές χώρες, και θα επιταχύνει την αποψίλωση δασών και την περιβαλλοντική καταστροφή του παγκόσμιου νότου.



Τα βιοκαύσιμα στις Η.Π.Α.: προεκτάσεις και επιδράσεις

-- Η παραγωγή αιθανόλης

Η κυβέρνηση Μπους έχει δεσμευτεί της εξάπλωσης των βιοκαυσίμων ώστε να μειωθεί η εξάρτησή της από το ξένο πετρέλαιο. (Οι Η.Π.Α. εισάγουν, 61% του ακατέργαστου πετρελαίου που καταναλώνουν, με κόστος $75 δισεκατομμυρίων ετησίως.) Αν και υπάρχει μια σειρά προοπτικών για τα βιοκαύσιμα, η αιθανόλη που προέρχεται από το καλαμπόκι και τη σόγια αποτελεί αυτήν την περίοδο το 99% των βιοκαυσίμων στις Η.Π.Α., και η παραγωγή της αναμένεται να αυξηθεί το 2012 στοχεύοντας τα 7,5 δισεκατομμύριο γαλόνια ετησίως (Pimentel, 2003). Η ποσότητα καλαμποκιού που καλλιεργείται για αιθανόλη στις Η.Π.Α. έχει τριπλασιαστεί από 18 εκατομμύρια τόνους το 2001 σε 55 εκατομμύρια το 2006 (Bravo, 2006).

Παρέχοντας όλη τη παρούσα παραγωγή καλαμποκιού και σόγιας της Αμερικής για βιοκαύσιμα, αυτό θα κάλυπτε μόνο ένα 12% των αναγκών βενζίνης της χώρας και 6% των αναγκών για ντίζελ. Τα αγροτικά εδάφη στις Η.Π.Α. φτάνουν συνολικά τα 625.000 τετραγωνικά στρέμματα. Με τους τωρινούς ρυθμούς, οι ανάγκες καυσίμου από βιοκαύσιμα θα απαιτούσαν 1,4 εκατομμύριο τετραγωνικά μίλια καλαμποκιού για αιθανόλη ή 8,8 εκατομμύριο τετραγωνικά μίλια σόγιας για βιοντίζελ (Korten, 2006). Η νότια Ντακότα και η Αιόβα αφιερώνουν ήδη περισσότερο από 50% του καλαμποκιού τους στην παραγωγή αιθανόλης, η οποία έχει οδηγήσει σε μικρότερες παραγόμενες ποσότητες για ζωοτροφή και ανθρώπινη κατανάλωση. Αν και το 1/5 της συγκομιδής αμερικανικού καλαμποκιού αφιερώθηκε στην παραγωγή αιθανόλης το 2006, αυτό ικανοποίησε μόνο 3% των αμερικάνικων συνολικών αναγκών για καύσιμα (Bravo 2006).

Η μεγάλης κλίμακας παραγωγή που απαιτείται για να δώσει ικανοποιητικές ποσότητες συγκομιδής θα ενθαρρύνει τις βιομηχανικές μεθόδους μονοκαλλιέργειας καλαμποκιού και σόγιας με έντονες περιβαλλοντικές παρενέργειες. Η παραγωγή καλαμποκιού οδηγεί σε ολοένα μεγαλύτερη εδαφολογική διάβρωση από οποιαδήποτε αμερικανική καλλιέργεια. Οι αγρότες σε όλη τις Μεσο-δυτικές πολιτείες έχουν εγκαταλείψει την αμειψισπορά (Σ.τ.Μ. εναλλαγή καλλιεργειών) ώστε να καλλιεργήσουν αποκλειστικά καλαμπόκι και σόγια, που αυξάνουν τη μέση εδαφολογική διάβρωση από 2,7 τόνους/στρέμμα ετησίως σε 19,7 τόνους (Pimentel και άλλοι, 1995). Η εγκατάλειψη της αμειψισποράς έχει αυξήσει επίσης την ευπάθεια στα παράσιτα, και επομένως απαιτεί υψηλότερες εισροές φυτοφαρμάκων από τις περισσότερες καλλιέργειες (στις Η.Π.Α., περίπου 41% όλων των ζιζανιοκτόνων και το 17% όλων των εντομοκτόνων εφαρμόζεται στο καλαμπόκι, Pimentel και Lehman, 1993). Η ειδίκευση στην παραγωγή καλαμποκιού μπορεί να είναι επικίνδυνη: όταν στις αρχές της δεκαετίας του '70 τα ομοιόμορφα υβρίδια καλαμποκιού υψηλής απόδοσης αποτελούσαν το 70% όλου του καλλιεργημένου καλαμποκιού, μια σήψη φύλλων που είχε επιπτώσεις σε αυτά τα υβρίδια οδήγησε σε απώλεια 15% της παραγωγής καλαμποκιού καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας (Altieri 2004). Αυτό το είδος της ευπάθειας των καλλιεργειών μπορεί να αναμένεται να ευδοκιμήσει στο ολοένα και περισσότερο υγρό κλίμα μας, προκαλώντας κυμαινόμενες μεταπτώσεις σε όλη τη παραγωγή τροφίμων. Πρέπει να έχουμε κατά νου τις επιπλοκές της διασύνδεσης της ενεργειακής οικονομίας μας με αυτό καθ’ αυτό το κυμαινόμενο και ευμετάβλητο τροφικό σύστημα. Η καλλιέργεια καλαμποκιού περιλαμβάνει γενικά τη χρήση του ζιζανιοκτόνου Ατραζίνη, γνωστό για ενδοκρινικές διαταράξεις. Χαμηλές δόσεις τέτοιων ουσιών μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα ανάπτυξης παρεμποδίζοντας τις ορμονικές λειτουργίες στα βασικά σημεία ανάπτυξης ενός οργανισμού. Οι μελέτες δείχνουν ότι η Ατραζίνη μπορεί να οδηγήσει σε σεξουαλικές ανωμαλίες στους πληθυσμούς βατράχων, συμπεριλαμβανομένου και του ερμαφροδιτισμού (Hayes και άλλοι, 2002).

Το καλαμπόκι απαιτεί μεγάλα ποσά χημικού αζωτούχου λιπάσματος, που συνεισφέρει σημαντικά στη ρύπανση εδάφους και ποτάμιων υδάτων και είναι υπεύθυνο για τη "Νεκρή Ζώνη" στον κόλπο του Μεξικού. Τα μέσα ποσοστά εφαρμογής νιτρικών αλάτων στο αμερικανικό καλλιεργήσιμο έδαφος κυμαίνονται από 120 έως 550 κιλά αζώτου ανά εκτάριο. Η ανεπαρκής απορρόφηση των αζωτούχων λιπασμάτων από τις καλλιέργειες οδηγεί στην απορροή άζωτου, συνήθως στα επιφανειακά ύδατα ή στα υπόγεια νερά. Η μόλυνση των υδροφόρων στρωμάτων από τα νιτρικά άλατα είναι διαδεδομένη και σε επικίνδυνα υψηλά επίπεδα σε πολλές αγροτικές περιοχές. Στις Η.Π.Α., υπολογίζεται ότι περισσότερο από 25% των φρεατίων πόσιμου νερού περιέχουν επίπεδα νιτρικών αλάτων υψηλότερα από το όριο ασφάλειας των 45 μέρη ανά εκατομμύριο (Conway και Pretty, 1991). Τα υψηλά επίπεδα νιτρικών αλάτων είναι επικίνδυνα για τη ανθρώπινη υγεία, και οι μελέτες έχουν συνδέσει την λήψη τους με τη μεταιμογλοβινεμία στα παιδιά και την εμφάνιση γαστρικού, κυστικού και οισοφαγικού καρκίνου στους ενήλικες.

Η επέκταση του καλαμποκιού στις ξηρότερες περιοχές, όπως το Κάνσας, απαιτεί την άρδευση του, αυξάνοτανς την πίεση στις ήδη μειωμένες υπόγειες πηγές όπως το υδροφόρο στρώμα Ogallala στις νοτιοδυτικές Η.Π.Α.. Σε μέρη της Αριζόνα, τα υπόγεια νερά αντλούνται ήδη σε ποσοστό δέκα φορές μεγαλύτερο από το φυσικό ποσοστό επανάκαμψης αυτών των υδροφόρων στρωμάτων (Pimentel και άλλοι, 1997).

-- Σόγια για βιοντίζελ

Στις Η.Π.Α., η σόγια είναι αυτήν την περίοδο η κύρια καλλιέργεια για βιοκαύσιμα για τη παραγωγή βιοντίζελ. Μεταξύ 2004 και 2005 η κατανάλωση βιοντίζελ αυξήθηκε κατά 50%. Περίπου 67 νέες εγκαταστάσεις καθαρισμού είναι υπό κατασκευή μέσω επενδύσειων από τους γίγαντες της αγρο-βιομηχανίας όπως την ADM και τη Cargill. Περίπου 1,5% της συγκομιδής σόγιας παράγει 68 εκατομμύριο γαλόνια του βιοντίζελ, ισοδύναμα με λιγότερο από 1% της κατανάλωσης βενζίνης. Επομένως, εάν η ολόκληρη συγκομιδή σόγιας αφιερωνότανε στην παραγωγή βιοντίζελ, θα ικανοποιούσε μόνο 6% των αναγκών πετρελαίου του έθνους (Pimentel και Patzek, 2005).

Στο μεγαλύτερο ποσοστό της η σόγια στις Η.Π.Α. είναι μεταλλαγμένη, κατασκευασμένη από τη Monsanto ώστε να είναι ανθεκτική στο ζιζανιοκτόνο τους, παρασκευαζόμενο από τη συστημική χημική ουσία, glyphosate (30,3 εκατομμύρια εκτάρια Roundup-Ready σόγια καλλιεργήθηκαν το 2006, περισσότερο δηλαδή από 70% της εσωτερικής συγκομιδής). Η εμπιστοσύνη στην ζιζανιοκτόνο-ανθεκτική σόγια οδηγεί σε μια αύξηση των προβλήματων σχετικά με την ανθεκτικότητα ζιζανίων και τη φυσική απώλεια βλάστησης. Λαμβάνοντας υπόψη την πίεση της βιομηχανίας να αυξήσει τη χρήση ζιζανιοκτόνου, το Roundup θα χρησιμοποιείται σε όλο περισσότερα ποσοστά γης . Η ανθεκτικότητα στο glyphosate έχει ήδη τεκμηριωθεί σε αυστραλιανούς πληθυσμούς πολλών ετήσιων ζιζανίων (ryegrass, quackgrass, birdsfoot trefoil and Cirsium arvense). Στην Iowa, οι πληθυσμοί του ζιζανίου amaranthus rudis έδειξε σημάδια καθυστερημένης εκβλάστησης που το επέτρεψε να προσαρμοστεί καλύτερα στους πρώιμους ψεκασμούς, το ζιζάνιο velvetleaf έδειξε ήδη ανθεκτικότητα στο glyphosate, και η παρουσία μιας ανθεκτικής ποικιλίας του ζιζανίου horseweed έχει ήδη τεκμηριωθεί στο Delaware. Ακόμη και στις περιοχές όπου η ανθεκτικότητα ζιζανίων δεν έχει παρατηρηθεί, οι επιστήμονες έχουν σημειώσει αυξήσεις στην παρουσία των ισχυρότερων ειδών ζιζανίων, όπως το Nightshade στο Illinois και το Water Hemp στην Iowa (Certeira και Duke, 2006, Altieri 2004).

Προς το παρόν δεδομένα για υπολειμματικά επίπεδα συγκέντρωσης Roundup στο καλαμπόκι και τη σόγια δεν υπάρχουν, δεδομένου ότι τέτοια προϊόντα δεν συμπεριλαμβάνονται στις συμβατικές έρευνες αγοράς για τα υπολείμματα φυτοφαρμάκων. Εντούτοις, είναι γνωστό ότι, καθώς το glyphosate είναι ένα συστημικό ζιζανιοκτόνο (που εφαρμόζεται σε περίπου 12 εκατομμύριο στρέμματα στις Η.Π.Α.) ανιχνεύεται στα συγκομισθέντα μέρη των φυτών και δεν μεταβολίζεται εύκολα, συσσωρεύεται έτσι σε μεριστωματικές περιοχές των φυτών συμπεριλαμβανομένων των ριζών και των κονδύλων (Duke και άλλοι, 2003).

Περαιτέρω, οι πληροφορίες για την επίδραση αυτού του ζιζανιοκτόνου στην εδαφική ποιότητα είναι ελλιπείς, ωστόσο η έρευνα έχει καταδείξει ότι η χρήση glyphosate πιθανώς συνδέεται με τα ακόλουθα αποτελέσματα (Motavalli και άλλοι, 2004):

• Μείωση της δυνατότητας δέσμευσης αζώτου της σόγιας και του τριφυλλιού επηρεάζοντας εμμέσως την συμβίωση.

• Αύξηση της ευπάθειας της σόγιας και του σιταριού σε ασθένειες, όπως αποδεικνύεται από την αύξηση της αρρώστιας fusarium του σιταριού τον περασμένο χρόνο στον Καναδά.

• Μείωση της παρουσίας των εδαφικών μικροοργανισμών, οι οποίοι εκτελούν απαραίτητες αναπαραγωγικές λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένης της αποσύνθεσης οργανικής ουσίας, της απελευθέρωσης θρεπτικών συστατικών και της ανακύκλωσης, και της καταστολής παθογόνων οργανισμών.

• Οι πιθανές αλλαγές περιλαμβάνουν την επίδραση στην εδαφική μικροβιακή δραστηριότητα λόγω μεταβολών στη σύνθεση των εκκριμάτων της ρίζας, την αλλοίωση των μικροβιακών πληθυσμών, και την τοξικότητα στις μεταβολικές διεργασίες που μπορούν να αποτρέψουν την κανονική αύξηση των βακτηριδίων και μυκήτων.

• Το glyphosate έχει επίσης αρνητικές επιδράσεις στους αμφίβιους πληθυσμούς, ειδικά σε αυτόν του ιδιαίτερα ευαίσθητου βορειοαμερικανικού γυρίνου (Relyea, 2005).



Επιπτώσεις και επίδραση στη λατινική Αμερική

-- Σόγια

Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα είναι σε θέση να παραγάγουν αρκετή βιομάζα για βιοκαύσιμα που να ικανοποιούν τις ενεργειακές ανάγκες τους. Άντ’ αυτού, οι ενεργειακές καλλιέργειες θα πρέπει να καλλιεργηθούν στο Παγκόσμιο Νότο. Μεγάλες φυτείες ζαχαροκάλαμου, φοινικέλαιου, και σόγιας αντικαθιστούν ήδη τα δάση και τα λιβάδια στη Βραζιλία, την Αργεντινή, την Κολομβία, τον Ισημερινό, και την Παραγουάη. Η καλλιέργεια σόγιας έχει οδηγήσει ήδη στην αποψίλωση 21 εκατομμυρίων εκταρίων δάσους στη Βραζιλία, 14 εκατομμυρίων εκταρίων στην Αργεντινή, δύο εκατομμυρίων εκταρίων στην Παραγουάη και 600.000 εκταρίων στη Βολιβία. Ως απάντηση στη παγκόσμια πίεση της αγοράς, η Βραζιλία μόνο θα καθαρίσει πιθανώς επιπλέον 60 εκατομμύριο εκτάρια δασικού εδάφους στο εγγύς μέλλον (Bravo, 2006).

Από το 1995, το συνολικό έδαφος για την παραγωγή σόγιας στη Βραζιλία έχει αυξηθεί κατά 3,2% ετησίως (320.000 εκτάρια). Η σόγια σήμερα-μαζί με το ζαχαροκάλαμο-καταλαμβάνει περισσότερη γη από οποιαδήποτε άλλη καλλιέργεια στη Βραζιλία (21% του συνολικού καλλιεργημένου εδάφους). Το συνολικό έδαφος που χρησιμοποιείται για την καλλιέργεια σόγιας έχει αυξηθεί 57 φορές από το 1961, και ο όγκος της παραγωγής έχει πολλαπλασιάσει 138 φορές. 55% της συγκομιδής σόγιας, ή 11,4 εκατομμύριο εκτάρια, είναι γενετικώς τροποποιημένα. Στην Παραγουάη, η σόγια καταλαμβάνει περισσότερα από 25% των γεωργικών εκτάσεων. Το εκτενές καθάρισμα εδάφους έχει συνοδεύσει αυτήν την εξάπλωση: παραδείγματος χάριν, ένα μεγάλο μέρος του ατλαντικού δάσους της Παραγουάης έχει καθαριστεί, εν μέρει για την παραγωγή σόγιας που περιλαμβάνει 29% της χρήσης γεωργικού εδάφους της χώρας (Altieri και Pengue, 2006).

Η παραγωγή σόγιας συνοδεύεται από ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά διάβρωσης, ειδικότερα σε περιοχές όπου δεν εφαρμόζονται βραχυπρόθεσμοι κύκλοι αμειψισποράς. Η απώλεια εδαφικής κάλυψης υπολογίζεται να είναι κατά μέσο όρο 16 τόνους ανά εκτάριο σόγιας στις δυτικές περιοχές των Η.Π.Α. Υπολογίζεται επίσης ότι στη Βραζιλία και την Αργεντινή η απώλεια γόνιμου εδάφους κυμαίνεται κατά μέσο όρο μεταξύ 19-30 τόνους ανά εκτάριο, ανάλογα με τις πρακτικές διαχείρισης, το κλίμα και την κλίση. Οι γ.τ. (γενετικά τροποποιημένες) ποικιλίες σόγιας με ανθεκτικότητα σε ζιζανιοκτόνα έχουν αυξήσει τη δυνατότητα μεγαλύτερης παραγωγής σόγιας για τους αγρότες, με συνέπεια πολλοί από αυτούς να έχουν αρχίσει να καλλιεργούν σε ευαίσθητα εδάφη, επιρρεπή στη διάβρωση (Jason, 2004).

Στην Αργεντινή, η εντατική καλλιέργεια σόγιας έχει οδηγήσει στην μαζική μείωση θρεπτικών ουσιών του εδάφους. Υπολογίζεται ότι η συνεχής παραγωγή σόγιας έχει οδηγήσει στην απώλεια ένα εκατομμύριο τόνων αζώτου και 227.000 τόνων φωσφορούχου στο έδαφος σε εθνικό επίπεδο. Το κόστος αναπλήρωσης αυτής της θρεπτικής απώλειας με λιπάσματα είναι κατ' εκτίμηση 910 εκατομμύρια δολάρια. Η αύξηση παρουσίας αζώτου και φωσφόρου σε λεκάνες απορροής ποταμών της Λατινικής Αμερικής συνδέονται βεβαίως με την αύξηση της παραγωγής σόγιας (Pengue, 2005).

Η μονοκαλλιέργεια σόγιας στη λεκάνη του Αμαζονίου έχει καταστήσει άγονο ένα μεγάλο μέρος του εδάφους. Τα φτωχά εδάφη απαιτούν περισσότερη λίπανση με βιομηχανικά λιπάσματα ώστε να φτάσουν σε ανταγωνιστικά επίπεδα παραγωγικότητας. Στη Βολιβία, η παραγωγή σόγιας επεκτείνεται ανατολικά σε περιοχές όπου τα εδάφη είναι ήδη υποβαθμισμένα. Ένα εκατομμύριο στρέμματα υποβαθμισμένων εδαφών όπου προηγουμένως καλλιεργούνταν σόγια έχουν τώρα αφεθεί για βόσκηση βοοειδών οδηγώντας σε περαιτέρω υποβάθμιση (Fearnside, 2001). Τα βιοκαύσιμα δημιουργούν έναν νέο κύκλο εξάπλωσης της ερήμωσης στις περιοχές Cerrado και στον Αμαζόνιο. Δεδομένου ότι οι λατινοαμερικανικές χώρες αυξάνουν τις επενδύσεις τους στην καλλιέργεια σόγιας για την παραγωγή βιοκαυσίμων, οι οικολογικές επιπτώσεις αναμένεται να ενταθούν.

--Ζαχαροκάλαμο για αιθανόλη στη Βραζιλία

Η Βραζιλία παράγει ζάχαρη για καύσιμα αιθανόλης από το 1975 ακόμη. Από το 2005, υπήρξαν 313 εγκαταστάσεις επεξεργασίας αιθανόλης με παραγωγική ικανότητα 16 εκατομμύριο κυβικών μέτρων. Η Βραζιλία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός του ζαχαροκάλαμου στον κόσμο, και παράγει 60% της παγκόσμιας αιθανόλης από ζαχαροκάλαμο το οποίο καλλιεργείται σε 3 εκατομμύριο εκτάρια (Jason, 2004). Το 2005, η παραγωγή έφθασε το ρεκόρ των 16,5 δισεκατομμυρίων λίτρων, εκ των οποίων δύο δισεκατομμύρια προορίζονταν για εξαγωγή. Η μονοκαλλιέργεια ζαχαροκάλαμου καταναλώνει από μόνη της 13% της εφαρμογής ζιζανιοκτόνου στη χώρα. Οι μελέτες που πραγματοποιήθηκαν το 2002 από την EMBRAPA (Ίδρυμα Γεωργικής Έρευνας της Βραζιλίας) επιβεβαίωσαν την μόλυνση των υδάτων που συνδέθηκε με τη χρήση φυτοφαρμάκων στο υδροφόρο ορίζοντα του Guarani, για την καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου στην επικράτεια του Σάο Πάολο.

Οι Η.Π.Α. είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας αιθανόλης της Βραζιλίας, εισάγοντας το 58% της εθνικής παραγωγής το 2006. Αυτή η εμπορική σχέση ενισχύθηκε με μια πρόσφατη συμφωνία της κυβέρνησης Μπους με τη Βραζιλία. Παρόλο που αυτό θα φαινότανε ως ευνοϊκή συμφωνία , για να ανταποκριθεί η Βραζιλία στις ανάγκες που θέτει η κυβέρνηση Μπους θα πρέπει να αυξήσει την παραγωγή της επιπλέον κατά 135 δισεκατομμύρια λίτρα ετησίως Έτσι, οι καλλιεργούμενες περιοχές επεκτείνονται γρήγορα στην περιοχή Cerrado, της οποίας η φυσική κάλυψη βλάστησης αναμένεται να έχει εξαφανιστεί μέχρι το 2030. Το 60% των εδαφών παραγωγής ζάχαρης το διαχειρίζεται 340 μεγάλες μονάδες παραγωγής αιθανόλης που ελέγχουν έτσι το μεγαλύτερο ποσοστό επιφάνειας καλλιέργειας ζαχαροκάλαμου (Bravo, 2006).

Λαμβάνοντας υπόψη νέο διεθνές ενεργειακό σκηνικό, οι βραζιλιάνοι πολιτικοί και τα βιομηχανικά στελέχη διατυπώνουν ένα νέο όραμα για το οικονομικό μέλλον της χώρας, που κεντροθετείται στην παραγωγή πηγών ενέργειας που θα αντικαταστήσουν το 10% της παγκόσμιας χρήσης βενζίνης μέσα στα επόμενα 20 έτη. Αυτό θα απαιτούσε μια πενταπλάσια αύξηση στην περιοχή εδάφους που για παραγωγή ζάχαρης, που υπολογίζεται από έξι έως 30 εκατομμύριο εκτάρια. Η νέα καλλιέργεια θα οδηγήσει στο καθάρισμα εδάφους σε νέες περιοχές οι οποίες θα αντιμετωπίσουν τη ίδια κατά πάσα πιθανότητα κλίμακα αποψίλωσης με αυτήν της περιοχή Pernambuco, όπου μόνο 2,5% της αρχικής δασικής κάλυψης έχει παραμείνει (Fearnside, 2001).



Ενεργειακή αποδοτικότητα και η οικονομικές επιπτώσεις

Η παραγωγή αιθανόλης απαιτεί εξαιρετικά υψηλά ποσά ενέργειας. Για να παραχθούν 10,6 δισεκατομμύρια λίτρα αιθανόλης, οι Η.Π.Α. χρησιμοποιούν περίπου 3,3 εκατομμύριο εκτάρια εδάφους, τα οποία απαιτούν κατόπιν ογκώδεις ενεργειακές εισαγωγές για λίπανση, αντιμετώπισης ζιζανίων και συγκομιδής του καλαμποκιού (Pimentel, 2003). Αυτά τα 10,6 δισεκατομμύρια λίτρα αιθανόλης παρέχουν μόνο 2% της βενζίνης που χρησιμοποιείται από τα αυτοκίνητα κάθε χρόνο στις Η.Π.Α.

Παρά τις μελέτες των Shapouri και άλλων (2004) του USDA που παρουσιάζουν πλεόνασμα καθαρής ενέργειας για την παραγωγή αιθανόλης, οι Pimentel και Patzek (2005), χρησιμοποιώντας στοιχεία και από τις 50 πολιτείες και συμψηφίζοντας όλες τις ενεργειακές εισαγωγές (συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής και επισκευής αγροτικών μηχανημάτων και του εξοπλισμού ζύμωση-απόσταξης) κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η παραγωγή αιθανόλης δεν παράσχει όφελος καθαρής ενέργειας. Διατείνονται ότι πιθανότερα απαιτεί περισσότερη ενέργεια από ορυκτά καύσιμα για να παραχθεί από ότι θα παράγει. Στους υπολογισμούς τους, η παραγωγή αιθανόλης από καλαμπόκι απαιτεί 1,29 γαλόνια ορυκτών καυσίμων ανά γαλόνι αιθανόλης που θα παράγεται, και η παραγωγή ενός γαλονιού ντίζελ από σόγια απαιτεί 1,27 γαλόνια ενέργειας από ορυκτά καύσιμα. Επιπλέον, λόγω της σχετικά χαμηλής ενεργειακής πυκνότητας της αιθανόλης, περίπου τρία γαλόνια της αιθανόλης απαιτούνται για να αντικαταστήσουν δύο γαλόνια βενζίνης.

Η αμερικανική παραγωγή αιθανόλης έχει χρηματοδοτηθεί με 3 δις δολάρια από ομοσπονδιακές και κρατικές επιχορηγήσεις ετησίως (0,54 δολάρια ανά γαλόνι), η περισσότερη από τις οποίες πηγαίνει σε μεγάλες αγρο-βιομηχανικές μονάδες. Το 1978 οι Η.Π.Α. εισήγαγαν έναν φόρο στην αιθανόλη, αλλά έκαναν μια εξαίρεση 54 σεντ ανά γαλόνι για αυτήν που χρησιμοποιούνταν για το gasohol (βενζίνη με 10% αιθανόλη). Αυτό οδήγησε σε επιχορηγήσεις για αγρο-βιομηχανίες όπως για την Αrcher Midland της τάξεως των 10 δις δολαρίων από το 1980 ως το 1997 (Bravo, 2006). Το 2003 περισσότερο από 50% των εγκαταστάσεων παραγωγής αιθανόλης στις Η.Π.Α. ανήκαν σε αγρότες. Μέχρι το 2006, το 80% των νέων εγκαταστάσεων επεξεργασίας ανήκαν σε Α.Ε. και 556 εκ. δολάρια των προγραμμάτων επιδότησης ωφέλησαν μόνο τους μεγαλύτερους παραγωγούς. Μέχρι το 2007 αυτός ο αριθμός αναμένεται να φθάσει στις Η.Π.Α. τα 1,3 δις δολάρια.



Η ασφάλεια των τροφίμων και η μοίρα των αγροτών

Οι θιασώτες της βιοτεχνολογίας υπερμάχονται της εξάπλωση της καλλιέργειας σόγιας ως παράδειγμα επιτυχούς υιοθέτησης της γ.τ. τεχνολογίας από τους αγρότες. Ωστόσο αυτό το στοιχείο αποκρύπτει το γεγονός ότι η επέκταση σόγιας οδηγεί στον ακραίο συγκεντρωτισμό γης και εισοδήματος. Στη Βραζιλία, η καλλιέργεια σόγιας μετατοπίζει ένδεκα αγρο-εργάτες για κάθε νέο εργάτη που απασχολεί. Αυτό δεν είναι ένα νέο φαινόμενο. Στη δεκαετία του '70, 2,5 εκατομμύρια άνθρωποι εκτοπίστηκαν λόγω της παραγωγής σόγιας στη περιοχή Parana, και 300.000 στο Rio Grande do Sul. Πολλοί από αυτούς τους τώρα ακτήμονες ανθρώπους κινήθηκαν προς τον Αμαζόνιο όπου και αποψίλωσαν αρχαία δάση. Στην περιοχή Cerrado, όπου η παραγωγή γ.τ. σόγιας επεκτείνεται, τέτοιου είδους φαινόμενα εκτοπίσεως είναι σχετικά μέτρια επειδή η περιοχή δεν είναι πυκνά εποικημένη (Altieri και Pengue, 2006).

Στην Αργεντινή, 60.000 αγροκτήματα κατασχέθηκαν ενώ η έκταση της καλλιέργειας γ.τ. σόγιας Roundup σχεδόν τριπλασιάστηκε. Το 1998, στην Αργεντινή υπήρχαν 422.000 αγροκτήματα ενώ το 2002 μόνο 318.000, μια μείωση κατά 1/4. Σε μια δεκαετία, οι εκτάσεις σόγιας αυξήθηκαν 126% εις βάρος του καλαμποκιού, σιτηρών, φρούτων και της παραγωγής γαλακτοκομικών. Το 2003-04 φυτεύτηκαν 13,7 εκατομμύριο εκτάρια σόγιας, ενώ υπήρξε μείωση 2,9 εκατομμυρίων εκταρίων καλαμποκιού και 2,15 εκατομμύρια εκτάρια ηλίανθων. Για τη βιοτεχνολογική βιομηχανία, οι τεράστιες αυξήσεις καλλιεργούμενων εκτάσεων σόγιας και ο διπλασιασμός των παραγωγών ανά περιοχή είναι οικονομική και γεωργική επιτυχία. Για τη χώρα ωστόσο, αυτό σημαίνει περισσότερες εισαγωγές βασικών τροφίμων και επομένως απώλεια αυτάρκειας, αυξανόμενων τιμών και πείνας (Pengue, 2005).

Η προώθηση του "αγρο-μετώπου" των βιοκαυσίμων είναι μια απόπειρα ενάντια στην αυτάρκεια τροφίμων των αναπτυσσόμενων εθνών δεδομένου ότι τα εδάφη για την παραγωγή τροφίμων θυσιάζονται όλο και περισσότερο για να ταΐσουν τα αυτοκίνητα των ανθρώπων του παγκόσμιου Βορρά. Η παραγωγή βιοκαυσίμων έχει επίσης άμεσες επιπτώσεις στους καταναλωτές με την αύξηση του κόστους διατροφής. Εξαιτίας του γεγονότος ότι περισσότερο από 70% του καλαμποκιού στις Η.Π.Α. χρησιμοποιείται για ζωοτροφή, διπλασιάζοντας ή τριπλασιάζοντας την παραγωγή αιθανόλης μπορεί να προκαλέσει αύξηση των τιμών καλαμποκιού, και κατά συνέπεια, την τιμή του κρέατος. Η απαίτηση για τα βιοκαύσιμα στις Η.Π.Α. έχει συνδεθεί με μια μαζική άνοδο στην τιμή του καλαμποκιού που οδήγησε σε μια πρόσφατη αύξηση 400% στις τιμές παρασκευασμάτων όπως η tortilla στο Μεξικό.



Η κλιματική αλλαγή

Ένα από τα κύρια επιχειρήματα των υπερασπιστών των βιοκαυσίμων είναι πως αυτές οι νέες μορφές ενέργειας θα βοηθήσουν στην μετρίαση της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο, με την προώθηση μεγάλης κλίμακας μηχανοποιημένων μονοκαλλιεργειών που απαιτούν αγρο-χημικές εισροές και μηχανήματα, το πιθανότερο τελικό αποτέλεσμα είναι μια γενικότερη αύξηση στις εκπομπές του CO2. Καθώς τα δάση που δεσμεύουν αέρια του θερμοκηπίου αποψιλώνονται για να αντικατασταθούν από καλλιέργειες βιοκαυσίμων, οι εκπομπές αυτές θα αυξάνονται παρά θα μειώνονται (Bravo, 2006, Donald, 2004).

Εφόσον οι χώρες στο παγκόσμιο νότο μπαίνουν στη παραγωγή βιοκαυσίμων, το σχέδιο είναι να εξαχθεί ένα μεγάλο μέρος αυτής της παραγωγής. Η μεταφορά σε άλλες χώρες θα αυξήσει κατά πολύ τη χρήση καυσίμων και τις εκπομπές ρύπων. Επιπλέον, η μετατροπή βιομάζας σε υγρό καύσιμο σε εγκαταστάσεις μετατροπής παράγει τεράστιες αέριων του θερμοκηπίου (Pimentel και Patzek, 2005).

Η παγκόσμια αλλαγή κλίματος δεν πρόκειται να διορθωθεί με την χρήση των βιομηχανικών βιοκαυσίμων. Θα πρέπει να υπάρξει μια ριζοσπαστική μετατροπή των τρόπου κατανάλωσης στο παγκόσμιο Βορρά. Ο μόνος τρόπος για να σταματήσει η παγκόσμια αύξηση της θερμοκρασίας λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου είναι η μετάβαση από τις εκτατικές βιομηχανικές καλλιέργειες στην μικρής-κλίμακας βιολογική γεωργία, και τη μείωση της παγκόσμιας κατανάλωσης καυσίμων.



Συμπεράσματα

Η ενέργεια κρίση-λόγω της υπερκατανάλωσης και εξάντλησης των πετρελαϊκών κοιτασμάτων- έχουν δώσει μια ευκαιρία για ισχυρές παγκόσμιες συνεργασίες μεταξύ των εταιριών πετρελαίου, τροφίμων, γενετικής μηχανικής και αυτοκίνητων. Αυτές οι νέες συμμαχίες τροφίμων και καυσίμων αποφασίζουν για το μέλλον των παγκόσμιου αγροτικού τοπίου. Η άνοδος των βιοκαυσίμων θα παγιώσει ακόμη περισσότερο την επικράτηση τους στα ζητήματα των τροφίμων και των καυσίμων μας και θα επιτρέψει να καθορίσουν τι, πώς και πόσο θα καλλιεργηθεί, με συνέπεια ακόμη περισσότερη φτώχεια των αγροτών, περιβαλλοντική καταστροφή και πείνα. Αυτοί που θα ωφεληθούν περισσότερο από την επανάσταση των βιοκαυσίμων θα είναι μεγάλες εμπορικές εταρείες σιτηρών, όπως η Cargill, η ADM και η Bunge, πετρελαϊκές εταιρείες όπως η BP, η Shell, η ChevronNeste Oil, η Repsol και η Total, αυτοκινητοβιομηχανίες όπως η General Motors, η Volkswagen, η FMC-Ford France, η PSA PSA Peugeot-Citroen και η Renault και βιοτεχνολογικοί γίγαντες όπως η Monsanto, η DuPont, και η Syngenta.

Η βιοτεχνολογική βιομηχανία χρησιμοποιεί τον πυρετό των βιοκαυσίμων για να χρωματίσει “πράσινη” την εικόνα της με την ανάπτυξη και εξάπλωση των γ.τ. ποικιλιών για παραγωγή ενέργειας και όχι για παραγωγή τροφίμων. Λαμβάνοντας υπόψη την αυξανόμενη δημόσια δυσπιστία και απόρριψη των γ.τ. καλλιεργειών ως τρόφιμα, η βιοτεχνολογία θα χρησιμοποιηθεί από τις εταιρίες για να βελτιώσει την εικόνα τους, υποστηρίζοντας ότι θα αναπτύξουν νέες γ.τ. καλλιέργειες για μεγαλύτερη παραγωγή βιομάζας ή ότι θα περιέχεται το ένζυμο άλφα-αμυλάση που θα επιτρέπει την εκκίνηση της διαδικασίας παραγωγής αιθανόλης να αρχίσει όταν το καλαμπόκι θα είναι ακόμα στο χωράφι- μια τεχνολογία που διατείνονται ότι δεν ασκεί καμία αρνητική επίδραση στην ανθρώπινη υγεία. Η εξάπλωση τέτοιων καλλιεργειών στο περιβάλλον θα προσθέσει ακόμη ένα περιβαλλοντικό κίνδυνο σε αυτούς που ήδη εμφανίστηκαν το 2006 με το γ.τ. καλαμπόκι σε 32,2 εκατομμύριο εκτάρια γης και την εισαγωγή μη επιθυμητού γενετικού υλικού στην ανθρώπινη τροφική αλυσίδα, όπως ήδη έχει γίνει με το καλαμπόκι Starlink και το ρύζι LL601.

Καθώς οι κυβερνήσεις πείθονται από τις υποσχέσεις της παγκόσμιας αγοράς βιοκαυσίμων, σχεδιάζουν εθνικά προγράμματα παραγωγής τους που θα δεσμεύσουν τα αγρο-συστήματά τους σε μονοκαλλιέργειες μεγάλη κλίμακας, εξαρτώμενες από την εντατική χρήση ζιζανιοκτόνων και χημικών λιπασμάτων, εκτρέποντας έτσι εκατομμύρια εκταρίων πολύτιμων εκτάσεων από την απαραίτητη παραγωγή τροφίμων. Υπάρχει μεγάλη ανάγκη κοινωνικής κριτικής ώστε να προβλεφθεί η τροφική ασφάλεια και οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των βιοκαυσίμων σε μικρές χώρες όπως ο Ισημερινός. Αυτή η χώρα αναμένεται να επεκτείνει την παραγωγή ζαχαροκάλαμου κατά 500.000 στρέμματα, και να καθαρίσει 100.000 εκτάρια φυσικών δασών ώστε να δώσει τόπο στις φυτείες για φοινίκέλαιο. Φυτείες σαν αυτές προκαλούν ήδη μεγάλη περιβαλλοντική καταστροφή στην περιοχή Choco της Κολομβίας (Bravo, 2006).

Σαφώς, τα οικοσυστήματα των περιοχών στις οποίες παράγονται οι καλλιέργειες βιοκαυσίμων γρήγορα υποβιβάζονται, και η παραγωγή τους δεν είναι περιβαλλοντικά και κοινωνικά βιώσιμη ούτε τώρα, ούτε στο μέλλον.

Είναι επίσης ανησυχητικό ότι τα δημόσια πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα (π.χ. η πρόσφατη συμφωνία που υπογράφεται από τη BP και το πανεπιστήμιο του Berkeley-Καλιφόρνια) θύμα της αποπλάνησης για εύκολο και μεγάλα κέρδη και την επιρροή πολιτικής και εταιρικής δύναμης. Εκτός από τις επιπτώσεις της παρείσφρησης του ιδιωτικού κεφαλαίου στη διαμόρφωση της ερευνητικών προγραμμάτων και της σύνθεση της σχολής -που διαβρώνει το δημόσιο χαρακτήρα των πανεπιστημίων υπέρ του ιδιωτικού ενδιαφέροντος- υφίσταται πλέον ως επίθεση ενάντια στη ακαδημαϊκής ελευθερίας και διαχείρισης των Ιδρυμάτων. Τέτοιες συνεργασίες αποτρέπουν τα πανεπιστήμια από τη συμμετοχή σε αμερόληπτη έρευνα και εμποδίζουν το διανοητικό κεφάλαιο από να ερευνούν τις πραγματικά αειφορικές εναλλακτικές λύσεις για την ενεργειακή κρίση και την κλιματική αλλαγή.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο συνασπισμός του πετρελαϊκού και βιοτεχνολογικού κεφαλαίου θα αποφασίζει όλο και περισσότερο για τη μοίρα των αγροτικού τοπίου της Αμερικής. Μόνο οι στρατηγικές συμμαχίες και η συντονισμένη δράση των κοινωνικών κινημάτων (οργανώσεις αγροτών, κινήματα περιβαλλοντικής και αγροτικής εργασίας, ΜΚΟ, Ενώσεις καταναλωτών, αφοσιωμένα μέλη του ακαδημαϊκού τομέα, κ.λ.π.) μπορούν να ασκήσουν πίεση σε κυβερνήσεις και πολυεθνικές επιχειρήσεις ώστε να εξασφαλίσουν ότι τέτοιες τάσεις θα σταματήσουν. Πιο σημαντικό είναι ότι πρέπει να συνεργαστούμε για να εξασφαλίσουμε πως όλες οι χώρες θα διατηρήσουνν το δικαίωμα να επιτυγχάνουν αυτάρκεια στα τρόφιμα μέσω αγρο-οικολογικών, τοπικών συστημάτων παραγωγής τροφίμων, τη μεταρρύθμιση του εδάφους, πρόσβαση σε νερό, σπόρους και άλλους αγροτικούς πόρους και πολιτικές παραγωγής τροφίμων που να ανταποκρίνονται στις αληθινές ανάγκες των αγροτών και όλων των καταναλωτών, ιδιαίτερα των φτωχών.

διαβάστε επίση το άρθο: Τα «αλλάζει» η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το στόχο του 10% της κατανάλωσης με βιοκαύσιμα