του Miguel A. Altieri,
Peter Rosset, Food First/Institute for Food and Development Policy,
Οι εταιρίες βιοτεχνολογίας συχνά ισχυρίζονται ότι οι γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί (GMOs) – ιδίως οι γενετικά τροποποιημένοι σπόροι – είναι η απαραίτητη επιστημονική επανάσταση για να θρέψει τον κόσμο, να προστατέψει το περιβάλλον, και να μειώσει τη φτώχεια στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αυτή η άποψη στηρίζεται σε δύο κρίσιμους ισχυρισμούς, τους οποίους αμφισβητούμε. Ο πρώτος είναι ότι η πείνα οφείλεται στο χάσμα μεταξύ παραγωγής τροφής και πυκνότητας του ανθρώπινου πληθυσμού, ή ρυθμού αύξησης. Ο δεύτερος είναι ότι η γενετική μηχανική είναι ο μόνος ή καλύτερος τρόπος για την αύξηση της αγροτικής παραγωγής και συνεπώς ανταποκρίνεται στις μελλοντικές ανάγκες για τροφή. Στόχος μας είναι να προκαλέσουμε την άποψη πως η βιοτεχνολογία είναι μια μαγική λύση σε όλα τα προβλήματα της γεωργίας, ξεκαθαρίζοντας παρανοήσεις που αφορούν αυτές τις υποθέσεις.
1. Δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ της ύπαρξης πείνας σε ορισμένη χώρα και του πληθυσμού της. Για κάθε πυκνά κατοικημένη και πεινασμένη χώρα , όπως το Μπαγκλαντές ή η Αϊτή, υπάρχει και το αντίστοιχο αραιοκατοικημένο όπως η Βραζιλία και η Ινδονησία. Ο κόσμος σήμερα παράγει περισσότερα τρόφιμα ανά κάτοικο από ποτέ άλλοτε.(...) Η πραγματική αιτία της πείνας είναι η φτώχεια, ανισότητα και έλλειψη πρόσβασης. Πολλοί άνθρωποι είναι πολύ φτωχοί για να αγοράσουν τα τρόφιμα που είναι διαθέσιμα (αλλά συχνά φτωχά διανεμημένα) ή δεν κατέχουν γη και τα μέσα για να καλλιεργήσουν οι ίδιοι (Lappe, Collins and Rosset 1998).
2. Οι περισσότερες καινοτομίες στην γεωργική βιοτεχνολογία ήταν μάλλον κινούμενες από το κέρδος παρά από τις ανάγκες. Η πραγματική ώθηση της βιομηχανίας γενετικής μηχανικής δεν είναι η αύξηση της αγροτικής παραγωγής των χωρών του τρίτου κόσμου, αλλά η παραγωγή κέρδους (Busch et al 1990). Αυτό φαίνεται αναλογιζόμενοι τις κύριες τεχνολογίες στην αγορά σήμερα: α) Καλλιέργειες ανθεκτικές σε ζιζανιοκτόνα όπως της Monsanto τα “Roundup Ready” προϊόντα (κυρίως σπόροι σόγιας), που είναι ανθεκτικά στο ζιζανιοκτόνο της ίδιας εταιρίας Roundup, και β) Καλλιέργειες που έχουν τροποποιηθεί ώστε να παράγουν από μόνες τους ζιζανιοκτόνα (Bt)[Το βακτήριο του εδάφους Bacillus thuriegiensis παράγει μια πρωτεΐνη τοξική για τα Λεπιδόπτερα. Τα τροποποιημένα φυτά εκκρίνουν την Bt όταν τα έντομα τρέφονται από το φυτό]. Στην πρώτη περίπτωση, ο στόχος είναι να αυξηθεί το μερίδιο της αγοράς ζιζανιοκτόνων για το αντίστοιχο προϊόν, ενώ στη δεύτερη η αύξηση πωλήσεων σπόρων με κίνδυνο τη απώλεια χρησιμότητας από ένα προϊόν περιορισμού των παρασίτων (το βακτηριακό εντομοκτόνο που βασίζεται Bacillus thuringiensis) στο οποίο στηρίζονται πολύ καλλιεργητές (και κυρίως οι βιοκαλλιεργητές), ως ένα ισχυρό εναλλακτικό για τα χημικά εντομοκτόνα. Αυτές οι τεχνολογίες ανταποκρίνονται στις ανάγκες των εταιριών βιοτεχνολογίας να αυξήσουν την εξάρτηση των αγροτών από τους σπόρους που προστατεύονται με τα λεγόμενα πνευματικά δικαιώματα, που αντιτίθενται στα πανάρχαια δικαιώματα των αγροτών να αναπαράγουν, να μοιράζουν ή να αποθηκεύουν σπόρους (Hobbelink 1991). [Αυτό συμβαίνει γιατί η εταιρία που παράγει τον τροποποιημένο σπόρο έχει τα αποκλειστικά δικαιώματα παραγωγής και πώλησής του, ενώ ο εξαρτημένος πλέον γεωργός δεν έχει το δικαίωμα να ξανασπείρει την επόμενη χρονιά, αλλά πρέπει να αγοράσει πάλι νέο σπόρο.](...).
3. Η ενοποίηση βιομηχανιών παραγωγής σπόρων και χημικών φαίνεται να αυξάνει τα έξοδα ανά εκτάριο για σπόρους και χημικά, αποδίδοντας σημαντικά λιγότερα κέρδη στους αγρότες. Οι εταιρίες που αναπτύσσουν καλλιέργειες ανθεκτικές σε ζιζανιοκτόνα προσπαθούν να μεταφέρουν όσο το δυνατόν περισσότερο το κόστος από την αγορά ζιζανιοκτόνων προς την αγορά σπόρων, μέσω αύξησης του κόστους για το σπόρο και/ή τεχνολογική επιβάρυνση.(...) Πολύ αγρότες προτίθενται να πληρώσουν για την απλοποίηση των νέων συστημάτων διαχείρισης ζιζανίων, αλλά τέτοια πλεονεκτήματα είναι βραχυπρόθεσμα καθώς οικολογικά προβλήματα προκύπτουν. [Αλλά και όσοι δεν προτίθενται να πληρώσουν συχνά υποχρεώνονται να το κάνουν. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η περίπτωση της Ταϊλάνδης, όπου το κράτος σε συνεργασία με την Monsanto, το IRRI (International Rice Research Institute) και τοπικούς φορείς επιβάλλουν τον δικό τους τρόπο παραγωγής με την ευρεία χρήση αγρο-χημικών προϊόντων. Ο τρόπος που το επιτυγχάνουν είναι από παλιά γνωστός η οικονομική ενίσχυση όσων συνεργάζονται το IRRI λειτουργεί από την Παγκόσμιο Τράπεζα (για περισσότερες πληροφορίες βλ. καταγγελίες TWN, Third World Network)]
4. Πρόσφατες πειραματικές δοκιμές έχουν δείξει ότι γενετικά τροποποιημένοι σπόροι δεν αυξάνουν τη συγκομιδή της καλλιέργειας. Μια πρόσφατη μελέτη της USDA Economic Research Service [Υπηρεσία του Υπ. Γεωργίας] εμφανίζει ότι το 1998 η συγκομιδή δεν ήταν σημαντικά διαφορετική στις τροποποιημένες σε σχέση με τις μη τροποποιημένες καλλιέργειες(...). [Εμφανίζονται πολλά στοιχεία που υποδεικνύουν ότι τα τροποποιημένα φυτά δεν είναι τόσο θαυματουργά, όσο οι αρχικές υποσχέσεις εμφάνιζαν, ίσως μάλιστα να είναι και χειρότερα σε ορισμένες περιπτώσεις.]
5. Πολλοί επιστήμονες ισχυρίζονται ότι η διατροφή με γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα είναι ακίνδυνη. Πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότι υπάρχουν δυνητικοί κίνδυνοι καθώς οι νέες πρωτεΐνες μπορεί: να δράσουν οι ίδιες ως αλλεργιογόνες ή ως τοξίνες, να τροποποιήσουν τον μεταβολισμό του φυτού ή ζώου που παράγει τα τρόφιμα, κάνοντάς το να παράγει αλλεργιογόνα ή τοξίνες, ή να μειωθεί η θρεπτική του ποιότητα ή αξία πως στην περίπτωση της ανθεκτικής στα ζιζανιοκτόνα σόγιας που περιέχει λιγότερες ισοφλαβόνες (...) οι οποίες πιστεύεται ότι προστατεύουν τις γυναίκες από διάφορους τύπους καρκίνου. Σήμερα πολλές αναπτυσσόμενες χώρες εισάγουν σόγια από τις Η.Π.Α., την Αργεντινή και τη Βραζιλία, στις οποίες γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα αρχίζουν να κατακλύζουν τις αγορές και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις επιπτώσεις τους στην υγεία των καταναλωτών, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν γνωρίζουν ότι καταναλώνουν τέτοια προϊόντα. Επειδή τρόφιμα που παράγονται από γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς δεν σημαίνονται ως τέτοια, οι καταναλωτές δεν μπορούν να τα ξεχωρίσουν, και εφόσον προκύψουν σημαντικά προβλήματα, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθεί η προέλευσή τους. Έλλειψη σήμανσης επίσης βοηθάει την κάλυψη των εταιριών που πιθανό να ευθύνονται.(Lappe and Bailey, 1998).
6. Διαγονιδιακά φυτά που παράγουν τα ίδια το εντομοκτόνο τους ακολουθούν την ίδια πορεία των παρασιτοκτόνων, που γρήγορα αποτυγχάνουν εξαιτίας της ανθεκτικότητας των παρασίτων. Αντί για το αποτυχημένο μοντέλο “one pest – one chemical” (ένα παράσιτο – ένα χημικό), η γενετική μηχανική δίνει έμφαση στην προσέγγιση “one pest – one gene”(ένα παράσιτο – ένα γονίδιο) που έχει επανειλημμένα δειχθεί σε εργαστηριακά πειράματα ότι αποτυγχάνει, καθώς τα παράσιτα γρήγορα προσαρμόζονται και αναπτύσσουν ανθεκτικότητα στο εντομοκτόνο που παράγει το φυτό (Alstad and Andow 1995).(...) Οι Bt καλλιέργειες παραβαίνουν τη βασική και ευρέως αποδεκτή αρχή της ολοκληρωμένης διαχείρισης παρασίτων (IPM, “intergrated pest management”), σύμφωνα με την οποία η χρήση κυρίως μιας (οποιασδήποτε) πρακτικής καταπολέμησης παρασίτων τείνει να προκαλέσει αλλαγές στα είδη των παρασίτων ή την εξέλιξη ανθεκτικότητας μέσω ενός ή περισσότερων μηχανισμών. (NRC 1996). Γενικώς όσο μεγαλύτερη είναι η εξελικτική πίεση στο χώρο και στο χρόνο, τόσο γρηγορότερα και εμφανώς τα παράσιτα θα ανταποκρίνονται. Μια προφανής αιτία για την υιοθέτηση αυτής της αρχής είναι ότι ελαττώνει την έκθεση των παρασίτων σε παρασιτοκτόνα, επιβραδύνοντας της εξέλιξη της αντίστασης. Αλλά όταν το προϊόν ενσωματώνεται στο ίδιο το φυτό η έκθεση του παρασίτου μεταπηδά από ελάχιστη και περιστασιακή σε μαζική και συνεχή έκθεση, η οποία δραματικά αυξάνει την ανθεκτικότητα (Gould 1994). Ως αποτέλεσμα το Bt γρήγορα γίνεται αναποτελεσματικό, τόσο ως χαρακτηριστικό των νέων σπόρων, όσο και με την κλασσική μορφή ψεκάσματος (Pimentel et al 1989)(…).
7. Η παγκόσμια διαμάχη για το μοίρασμα της αγοράς οδηγεί εταιρίες σε μαζική υιοθέτηση τροποποιημένων καλλιεργειών σε όλο τον κόσμο ( περισσότερα από 30 εκατομμύρια εκτάρια το 1998 [ένα εκτάριο = 10.000m2]) χωρίς τον απαραίτητο έλεγχο για τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία και τα οικοσυστήματα. Στις Η.Π.Α., ο ιδιωτικός τομέας πιέζοντας οδήγησε το Λευκό Οίκο να θεσπίσει « καμία σημαντική διαφορά » μεταξύ τροποποιημένων και κανονικών σπόρων, έτσι παρεμβάλλοντας στους κανονικούς ελέγχους από την FDA και EPA[Environmental Protection Agency]. Εμπιστευτικά κείμενα που δημοσιοποιήθηκαν (...) φανερώνουν ότι οι ίδιο επιστήμονες της FDA δεν συμφωνούν με αυτό τον ορισμό. Ένας λόγος είναι ότι πολλοί επιστήμονες ανησυχούν πως χρήση διαγονιδιακών καλλιεργειών σε μεγάλη κλίμακα ενέχει μια σειρά περιβαλλοντικών κινδύνων που απειλούν τη βιωσιμότητα της γεωργίας. (Goldberg, l992; Paoletti and Pimentel l996; Snow and Moran l997; Rissler and Mellon l996; Kendall et al l997 and Royal Society l998):
Α) Τείνουν να δημιουργήσουν ευρείες διεθνείς αγορές για μοναδικά προϊόντα, απλοποιώντας τις διαδικασίες καλλιέργειας και σχηματίζοντας γενετική ομοιομορφία στις αγροτικές εκτάσεις. Η ιστορία έχει δείξει ότι μια τεράστια έκταση φυτεμένη με μια μοναδική ποικιλία είναι πολύ ευαίσθητη σε νέα στελέχη παθογόνων ή παρασίτων. Επίσης, η ευρεία χρήση ομογενών διαγονιδιακών ποικιλιών αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε «γενετική διάβρωση» των τοπικών ποικιλιών που χρησιμοποιούνται από εκατοντάδες αγρότες στις αναπτυσσόμενες χώρες και αντικαθίστανται από τους νέους σπόρους (Robbinson 1996).
Β)Η χρήση καλλιεργειών ανθεκτικές στα ζιζάνια υπονομεύει τις δυνατότητες διαφοροποίησης των καλλιεργειών, έτσι μειώνει την βιοποικιλότητα των καλλιεργούμενων φυτών στο χρόνο και στο χώρο (Altieri 1994).
Γ) Η πιθανή μεταφορά γονιδίων από ανθεκτικά σε ζιζανιοκτόνα φυτά σε άγρια συγγενικά φυτά μπορεί να οδηγήσει στο σχηματισμό υπερπαρασίτων (Lutman 1999)
Δ)Υπάρχει η πιθανότητα, ανθεκτικές σε ζιζανιοκτόνα ποικιλίες να γίνουν σοβαρά ζιζάνια σε άλλες καλλιέργειες (Duke 1996, Holt and Le baron 1990).
Ε) Μαζική χρήση Bt καλλιεργειών επηρεάζει οργανισμούς μη-στόχους και οικολογικές διαδικασίες. Πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότι η τοξίνη Bt μπορεί να επηρεάσει χρήσιμους θηρευτές εντόμων που τρέφονται με έντομα που βρίσκονται σε Bt καλλιέργειες (Hilbeck 1998), και η αερομεταφερόμενη γύρη από Bt καλλιέργειες που βρέθηκε σε φυσική βλάστηση τις περιβάλλει μπορεί να σκοτώσει έντομα μη-στόχους όπως η πεταλούδα μονάρχης (Losey et al 1999). Επίσης, η τοξίνη Bt που βρίσκεται στο φύλλωμα των φυτών κατά τη συγκομιδή πέφτει και προσκολλάται σε κολλοειδή του εδάφους μέχρι και για 3 μήνες, αρνητικά επηρεάζοντας τους πληθυσμούς ασπόνδυλων του εδάφους που διασπούν οργανικό υλικό και παίζουν άλλους οικολογικούς ρόλους (Donnegan et al 1995 and Palm et al 1996).
ΣΤ)Υπάρχει η πιθανότητα για ανασυνδιασμό, ιδίως στα διαγονιδιακά φυτά που τροποποιήθηκαν για ανθεκτικότητα σε ιούς με ιικά γονίδια, έτσι ώστε να προκύψουν νέα παθογόνα στελέχη ιών. Σε φυτά που περιέχουν πρωτεΐνες του περιβλήματος, υπάρχει η πιθανότητα τέτοια γονίδια να ενσωματωθούν σε μη συγγενικούς ιούς και να μολύνουν το φυτό. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το ξένο γονίδιο αλλάζει τη δομή του ιικού περιβλήματος και μπορεί να αποκτήσει ιδιότητες όπως διαφορετικός τρόπος διάδοσης από φυτό σε φυτό. Ο δεύτερος πιθανός κίνδυνος είναι ότι ανασυνδιασμός μεταξύ RNA ιού και ιικού RNA μέσα στο διαγονιδιακό φυτό θα παρήγαγε νέο παθογόνο που θα οδηγούσε σε πιο έντονα προβλήματα ασθενειών. Ορισμένοι ερευνητές έχουν δείξει ότι ανασυνδιασμός προκύπτει στα διαγονιδιακά φυτά και ότι κάτω από ορισμένες συνθήκες παράγει νέα ιικά στελέχη με τροποποιημένο εύρος ξενιστών (Steinbercher 1996).
Η οικολογική θεωρία προβλέπει ότι μεγάλης έκτασης ομογενοποίηση με διαγονιδιακές καλλιέργειες θα εντείνουν τα οικολογικά προβλήματα που ήδη σχετίζονται με μονοκαλλιέργειες.(...). Υπάρχει δυναμική στην αγροτική βιοποικιλότητα σε πολλές από αυτές τις χώρες [τις αναπτυσσόμενες] και δεν θα πρέπει να παρεμποδίζεται ή να μειώνεται από τις εκτεταμένες μονοκαλλιέργειες, ιδίως όταν οι επιπτώσεις αυτών είναι σοβαρά κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα (Altieri 1996).
Αν και το θέμα περιβαλλοντικών κινδύνων έχει συζητηθεί μερικώς σε κυβερνητικούς, διεθνείς και επιστημονικούς κύκλους, οι συζητήσεις έχουν συχνά ακολουθήσει στενές αντιλήψεις που έχουν υποβαθμίσει τη σοβαρότητα των κινδύνων (Kendall et al. 1997, Royal Society 1998). Στην πραγματικότητα οι μέθοδοι υπολογισμού κινδύνων διαγονιδιακών φυτών είναι δεν καλά ανεπτυγμένες (Kjellsson and Simmsen 1994) και υπάρχει δίκαιη ανησυχία για τα τεστ ασφάλειας στο πεδίο λίγα φανερώνουν για τους περιβαλλοντικούς κινδύνους που σχετίζονται με την παραγωγή σε εμπορική κλίμακα διαγονιδιακών οργανισμών. Μια βασική ανησυχία είναι ότι διεθνείς πιέσεις για την εξασφάλιση αγορών και κερδών έχει ως αποτέλεσμα τις εταιρίες να ελευθερώνουν τους διαγονιδιακούς οργανισμούς πολύ γρήγορα, χωρίς τον απαραίτητο συνυπολογισμό των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων σε ανθρώπους και οικοσύστημα
8. Υπάρχουν πολλά αναπάντητα οικολογικά ερωτήματα που αφορούν τις επιπτώσεις καλλιεργειών διαγονιδιακών οργανισμών.(...) Δυστυχώς, η χρηματοδότηση για έρευνα σε υπολογισμούς περιβαλλοντικών κινδύνων είναι πολύ περιορισμένη. Για παράδειγμα η USDA ξοδεύει μόνο το 1% των χρηματοδοτήσεων που σχετίζονται με τη βιοτεχνολογία στον υπολογισμό των κινδύνων, (...). Όπως με την περίπτωση απαγορευμένων παρασιτοκτόνων στις χώρες του Βορά αλλά χρησιμοποιούμενα στο Νότο, δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι οι εταιρίες βιοτεχνολογίας θα υπολογίσουν τις επιπτώσεις στο περιβάλλον και την υγεία που συνδέονται με τη μαζική χρήση καλλιεργειών τροποποιημένων φυτών στο Νότο.
9. Ενώ ο ιδιωτικός τομέας όλο και περισσότερο επικρατεί στις νέες ανακαλύψεις στον τομέα της βιοτεχνολογίας, (...). Υπάρχει επίσης, μια επιτακτική ανάγκη να αμφισβητηθεί το σύστημα της πνευματικής ιδιοκτησίας ενδογενή στον WTO ο οποίος προωθεί τις πολυεθνικές εταιρίες με το δικαίωμα να κατοχυρώνουν με πατέντα γενετικές ποικιλίες, αλλά και επιταχύνει το ρυθμό με τον οποίο η αγορά επιβάλει τις μονοκαλλιέργειες (...).
10. Αν και μπορεί να υπάρχουν ορισμένες χρήσιμες εφαρμογές της βιοτεχνολογίας (...), επειδή τα επιθυμητά χαρακτηριστικά είναι πολυγονιδιακά και δύσκολα να χειριστούν αυτές οι καινοτομίες θα απαιτήσουν τουλάχιστον 10 χρόνια για να είναι έτοιμες για εφαρμογή στο πεδίο.(...) Πολύ από το απαραίτητο φαγητό μπορεί να παραχθεί από μικρά χωράφια διασκορπισμένα σε όλο τον κόσμο που χρησιμοποιούν αγρο-οικολογικές τεχνολογίες (Uphoff and Altieri 1999). Νέες αγροτικές αναπτυξιακές προσεγγίσεις και φθηνές τεχνολογίες που έχουν διαδοθεί από αγρότες και μη-κυβερνητικές οργανώσεις ανά τον κόσμο έχουν ήδη πραγματοποιήσει σημαντική προσφορά στην εξασφάλιση τροφίμων σε επίπεδο νοικοκυριού, έθνους και ευρύτερης περιοχής στην Αφρική, Ασία και Λατινική Αμερική (Pretty 1995).(…)
-Η μετάφραση ενός κειμένου το πρωτότυπο του οποίου έχει δημοσιευτεί στη σελίδα www.foodfirst.org (Food First Institute for Food and Development Policy). Τμήματα του αρχικού κειμένου έχουν παραλειφθεί χωρίς όμως αυτό να αλλάζει το όλο νόημά του, στη θέση τους εμφανίζονται παρενθέσεις (...). Το κείμενο που βρίσκεται σε αγκύλες [] είναι προσθήκες για την πληρέστερη κατανόηση ορισμένων θεμάτων. Η έμφαση με έντονα γράμματα ή υπογράμμιση δεν υπήρχε στο αρχικό κείμενο, έχει προστεθεί για να μην γίνεται κουραστική η ανάγνωση-
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
1. Alstad, D.N. and D.A. Andow (1995) Managing the Evolution of Insect Resistance to Transgenic Plants. Science 268, 1894-1896.
2. Altieri, M.A. (1994) Biodiversity and
3. Altieri, M.A. (1996) Agroecology: the science of sustainable agriculture. Westview Press,
4. Altieri, M.A., P.Rosset and
5. Benbrook, C. l999 World food system challenges and opportunities: GMOs, biodiversity and lessons from
6. Busch, L., W.B. Lacey, J. Burkhardt and L. Lacey (1990) Plants, Power and Profit. Basil Blackwell,
7.
8. Donnegan, K.K., C.J. Palm, V.J. Fieland, L.A. Porteous, L.M. Ganis, D.L. Scheller and R.J. Seidler (1995) Changes in levels, species, and DNA fingerprints of soil micro organisms associated with cotton expressing the Bacillus thuringiensis var. Kurstaki endotoxin. Applied Soil Ecology 2, 111-124.
9. Duke, S.O. (1996) Herbicide resistant crops: agricultural, environmental, economic, regulatory, and technical aspects, p. 420. Lewis Publishers,
10. Goldberg, R.J. (1992). Environmental Concerns with the Development of Herbicide-Tolerant Plants. Weed Technology 6, 647-652.
11. Gould, F. (1994) Potential and Problems with High- Dose Strategies for Pesticidal Engineered Crops. Biocontrol Science and Technology 4, 451-461.
12. Hilbeck, A., M. Baumgartner, P.M. Fried, and F. Bigler (1998) Effects of transgenic Bacillus thuringiensis corn fed prey on mortality and development time of immature Chrysoperla carnea Neuroptera:Chrysopidae). Environmental Entomology 27, 460-487.
13. Hobbelink, H. (1991) Biotechnology and the future of world agriculture. Zed Books, Ltd.,
14. Holt, J.S. and H.M. Le Baron (1990) Significance and distribution of herbicide resistance. Weed Technol. 4, 141-149.
15. James, C. (1997). Global Status of Transgenic Crops in 1997. International Service for the Acquisition of Agri-Biotech Application. p. 30. ISSA Briefs,
16. Kendall, H.W., R. Beachy, T. Eismer, F. Gould, R. Herdt, P.H. Ravon, J Schell and M.S. Swaminathan (1997) Bioengineering of crops. Report of the World Bank Panel on Transgenic Crops, World Bank, Washington, D.C. p. 30.
17. Kennedy, G.G. and M.E. Whalon (1995) Managing Pest Resistance to Bacillus thuringiensis Endotoxins: constraints and incentives to implementation. Journal of Economic Entomology 88, 454-460.
18. Kjellsson, G and V. Simonsen (1994) Methods for risk assessment of transgenic plants, p. 214. Birkhauser Verlag, Basil.
19. Krimsky, S. and R.P. Wrubel (1996) Agricultural Biotechnology and the Environment: science, policy and social issues.
20. Lappe, F.M., J. Collins and P. Rosset (1998). World Hunger: twelve myths, p. 270. Grove Press, NY.
21. Lappe, M and B. Bailey l998. Agaisnt the grain: biotechnology and the corporate takeover of food. Common Courage Press,
22. Liu, Y.B., B.E. Tabashnik, T.J. Dennehy, A.L. Patin, and A.C. Bartlett (1999) Development time and resistance to Bt crops. Nature 400, 519.
23. Losey, J.J.E., L.S. Rayor and M.E. Carter (1999) Transgenic pollen harms monarch larvae. Nature 399, 214.
24. Lutman, P.J.W. (ed.) (1999) Gene flow and agriculture: relevance for transgenic crops. British Crop Protection Council Symposium Proceedings No. 72.
25. Mallet, J. and P. Porter (1992) Preventing insect adaptations to insect resistant crops: are seed mixtures or refugia the best strategy? Proc. R. Soc. London Ser. B. Biol. Sci. 250. 165-169
26. National Research Council (1996) Ecologically Based
27. Palm, C.J., D.L. Schaller, K.K. Donegan and R.J. Seidler (1996) Persistence in Soil of Transgenic Plant Produced Bacillus thuringiensis var. Kustaki (-endotoxin. Canadian Journal of Microbiology (in press).
28. Paoletti, M.G. and D. Pimentel (1996) Genetic Engineering in Agriculture and the Environment: assessing risks and benefits. BioScience 46, 665-671.
29. Pimentel, D., M.S. Hunter, J.A. LaGro, R.A. Efroymson, J.C. Landers, F.T. Mervis, C.A. McCarthy and A.E. Boyd (1989) Benefits and Risks of genetic Engineering in Agriculture.BioScience 39, 606-614.
30. Pretty, J. Regenerating agriculture: Policies and practices for sustainability and self-relieance. Earthscan.,
31. Rissler, J. and M. Mellon (1996) The Ecological Risks of Engineered Crops. MIT Press,
32. Robinson, R.A. (1996) Return to Resistance:breeding crops to reduce pesticide resistance. AgAccess, Davis.
33. Rosset, P. l999 The multiple functions and benefits of small farm agriculture in the context of global trade negotiations. Institute for Food and Development Policy, Food First Policy Brief No.4.
34. Royal Society (1998) Genetically modified plants for food use. Statement 2/98, p. 16.
35. Snow, A.A. and P. Moran (1997) Commercialization of transgenic plants: potential ecological risks. BioScience 47, 86-96.
36. Steinbrecher, R.A. (1996) From Green to Gene Revolution: the environmental risks of genetically engineered crops. The Ecologist 26, 273-282.
37. United States Department of Agriculture (1999) Genetically Engineered Crops for
38. Uphoff, N and Altieri, M.A. l999 Alternatives to conventional modern agriculture for meeting world food needs in the next century. Report of a Bellagio Conference. Cornell International Institute for Food, Agriculture and Development.